νεογραπτος

νεογραπτος
    νεόγραπτος
    2
    Theocr. = νεόγραφος См. νεογραφος (v. l. ἐΰγραπτος)

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "νεογραπτος" в других словарях:

  • νεόγραπτος — νεόγραπτος, ον (Α) αυτός που ζωγραφίστηκε πρόσφατα …   Dictionary of Greek

  • νεογράπτω — νεόγραφος newly written masc/fem/neut nom/voc/acc dual νεόγραφος newly written masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) νεόγραπτος newly painted masc/fem/neut nom/voc/acc dual νεόγραπτος newly painted masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

  • νεογράπτοις — νεόγραφος newly written masc/fem/neut dat pl νεόγραπτος newly painted masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»